- άγγελος
- I
Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα πνευματικά, ισχυρά, ευφυή, άγια, λογικά, απεσταλμένοι του Θεού στους ανθρώπους και στα έθνη· ανακοινώνουν το θέλημα του Θεού, βοηθούν στην εκτέλεσή του και εμφανίζονται στους ανθρώπους και τους καθοδηγούν. Και οι α. υποβλήθηκαν σε δοκιμασία και όσοι έσφαλαν ξέπεσαν· οι τελευταίοι αυτοί ταυτίστηκαν αργότερα με τα πνεύματα του κακού, τους δαίμονες ή διαβόλους. Μόνο η εβραϊκή αίρεση των Σαδουκαίων δεν παραδεχόταν την ύπαρξη των α. και των δαιμόνων και γενικά των πνευμάτων.Η χριστιανική θεολογία εμβάθυνε στη μελέτη των α. και της φύσης τους, ιδιαίτερα τον 12o και τον 13o αι. (σχολαστική θεολογία) και καθόρισε ακριβώς ότι οι α. είναι πλάσματα πνευματικά, ασώματα, καθαρά πνεύματα, που απολαμβάνουν την όψη του Θεού (οι αγαθοί, βέβαια).Δεν ανήκουν όλοι στην ίδια τάξη. Μετά το Ψευδο-Διονύσιο (6ος αι.), η χορεία των α. χωρίστηκε σε 9 τάγματα: ά., αρχάγγελοι, αρχές, δυνάμεις, εξουσίες, κυριότητες, θρόνοι, χερουβείμ και σεραφείμ.(Νομισμ.)Χρυσό νόμισμα που κόπηκε το 1341 από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο ΣΤ’ και εικονίζει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, όρθιο πάνω σεέναν δράκο να κρατά τον θυρεό της Γαλλίας. Το νόμισμα ζύγιζε 17 γραμμάρια.
Άγγελος, λεπτομέρεια από τον «Ευαγγελισμό» του Λεονάρντο ντα Βίντσι (Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία).
Λεπτομέρεια από τον «Ευαγγελισμό» (Δαφνί, 11ος ή 12ος αι.), όπου απεικονίζεται άγγελος. (Φωτ. Ν. Κοντού).
Η μορφή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, που εικονίζεται εδώ, είναι ζωγραφισμένη το 1542 στο Άγιον Όρος, κατά την περίοδο δηλαδή που εργάζονταν εκεί Κρητικοί ζωγράφοι (Ναός Πρωτάτου, Άγιον Όρος).
Η αγιογραφία παρουσιάζει μορφές αγγέλων ήδη από την εποχή των κατακομβών, ενώ ως φτερωτές μορφές καθιερώνονται από τον 4ο αι.
Το πρόσωπο του αγγέλου εκφράζει έντονα τον μυστικισμό της σκηνής. Λεπτομέρεια από την «Ετοιμασία του Θρόνου» που εικονίζεται στην κάμαρα του διακονικού (Μητρόπολη Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη).
IIΤρεις αρχάγγελοι από την παράσταση της «Ετοιμασίας του Θρόνου» (Μητρόπολη Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη).
Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, επιφορτισμένο να πληροφορεί τους επί σκηνής πρωταγωνιστές ή τον χορό (και φυσικά και τους θεατές) για γεγονότα που έχουν συμβεί εκτός σκηνής και η γνωστοποίησή τους είναι απαραίτητη για την εξέλιξη ή τη λύση της πλοκής. Λέγεται και εξάγγελος.Από την αισθητική σκοπιά, ο ρόλος του α. έχει πολύ σπουδαία λειτουργικότητα. Καθώς γνωστοποιεί συμβάντα που έχουν γίνει αλλού ή άλλοτε ή από πρόσωπα απόντα, αποτρέπει την κατάλυση έστω και μιας από τις τρεις ενότητες (του χώρου, του χρόνου και της δράσης) που, κατά τον Αριστοτέλη, αποτελούν τρία από τα σημαντικότερα αισθητικά γνωρίσματα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Επίσης, επιτρέπει να περιλαμβάνονται στα δρώμενα πράξεις «φοβερές» και «ελεεινές» (δηλαδή πράξεις που κινούν «τον φόβον και τον έλεον» του θεατή, όπως π.χ. φόνοι, αυτοκτονίες, θάνατοι, πυρπολήσεις, τυφλώσεις, ύβρεις κατά των Θεών ή άλλα κακουργήματα), χωρίς να χρειάζεται να παρασταθούν από σκηνής. Η άμεση παρουσίαση πάνω στη σκηνή τέτοιων πράξεων πρέπει να αποφεύγεται, επειδή ανατρέπει την πνευματική και αισθητική ισορροπία του έργου. Eξαιτίας της ποιότητας του συγκινησιακού δυναμικού τους, οι πράξεις αυτές θα διέγειραν στον θεατή όχι διαλογισμούς και ανώτερα συναισθήματα, όπως το δέος, η κατάπληξη, η αποδοκιμασία κλπ., αλλά κατώτερα (σωματικά) αισθήματα (τρεμούλα, ναυτία, ταχυπαλμία, λιποψυχία), ή θα ικανοποιούσαν ζωώδεις παρορμήσεις του (επιθετικότητα), αφαιρώντας του έτσι τη δυνατότητα να συγκινηθεί μέσω της λειτουργίας του λόγου και μειώνοντας την πνευματικότητά του, την ικανότητά του να χαρεί την ομορφιά της λεκτικής διατύπωσης και να στοχαστεί τις ηθικές αξίες που έχουν σχέση με τα δρώμενα, τις αιτίες και τις συνέπειές τους.* * *ο (Α ἄγγελος)1. αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελιαφόρος2. αόρατο ον, πνεύμα που διαβιβάζει τις θελήσεις τού Θεού στους ανθρώπους3. ο φύλακας άγγελος κάθε ανθρώπου, που τόν προστατεύει και τόν καθοδηγείνεοελλ.1. μτφ. ο όμοιος με άγγελο στην εμφάνιση ή στα αισθήματα, ωραίος, ενάρετος, καλόψυχος2. θωπευτική προσαγόρευση3. ο άγγελος τού θανάτου, ο ψυχοπομπός άγγελος4. φρ. «βλέπω τον άγγελό μου», ψυχορραγώ«δεν δίνει τού αγγέλου του νερό», για φιλάργυρουςΣτη Μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει επάγγελμα ή αξίωμα (a-ke-ro).[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. angiras (όνομα μυθικών όντων, που θεωρούνταν άγγελοι μεσολαβούντες μεταξύ θεών και ανθρώπων) είναι αμφίβολη. Πρόκειται μάλλον για δάνειο.ΠΑΡ. αγγελία, αγγελικός, αγγέλλωνεοελλ.αγγελούδι, αγγελίζω.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγγελοειδής, αὐτάγγελος, εὐάγγελος, ψευδάγγελος κ.ά.μσν.ἀγγελόμορφοςνεοελλ.αγγελοκαμωμένος, αγγελοκρούω, αγγελόψυχος κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.